φροντίστρια

φροντίστρια
φροντ-ίστρια, , fem. of φροντιστής,
A guardian,

υἱωνοῦ PLond.3.1164a6

(iii A. D.), cf. BGU1662.4 (ii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φροντίστρια — ἡ, ΜΑ βλ. φροντιστής …   Dictionary of Greek

  • φροντίστριαν — φροντίστρια guardian fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστής — ο, ΝΜΑ, θηλ. φροντίστρια ΜΑ [φροντίζω] αυτός που φροντίζει, που επιμελείται κάποιον ή κάτι («φροντιστὴς τοῦ ἱεροῦ», επιγρ.) νεοελλ. 1. (σχετικά με πρόσ.) προστάτης 2. διευθυντής ή καθηγητής φροντιστηρίου 3. υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”